ἀποκληρωτικός

ἀποκληρωτικός
ἀποκληρωτικός
choosing
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποκληρωτικός — ή, ό (Α ἀποκληρωτικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την αποκλήρωση αρχ. 1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη 2. «ἀποκληρωτικός λόγος» ο ασαφής …   Dictionary of Greek

  • ἀποκληρωτικόν — ἀποκληρωτικός choosing masc acc sg ἀποκληρωτικός choosing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικῶς — ἀποκληρωτικός choosing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικώτατος — ἀποκληρωτικός choosing masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικάς — ἀποκληρωτικά̱ς , ἀποκληρωτικός choosing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”